- περιπλέγδην
- Αεπίρρ.1. σε στενό εναγκαλισμό, περιπεπλεγμένως*2. φρ. «περιπλέγδην ἔχω πήχεσιν» — έχω αγκαλιαστεί πολύ σφιχτά με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + θ. πλεκ- τού πλέκω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. εμπλέγ-δην)].
Dictionary of Greek. 2013.