περιπλέγδην

περιπλέγδην
Α
επίρρ.
1. σε στενό εναγκαλισμό, περιπεπλεγμένως*
2. φρ. «περιπλέγδην ἔχω πήχεσιν» — έχω αγκαλιαστεί πολύ σφιχτά με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + θ. πλεκ- τού πλέκω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. εμπλέγ-δην)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιπλέγδην — closely entwined indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιπεριπλέγδην — ἀμφιπεριπλέγδην επίρρ. (Μ) περιπλεγμένα από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + περιπλέγδην «περιπλεγμένα»] …   Dictionary of Greek

  • εμφύω — (AM ἐμφύω) 1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι 2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.) μσν. 1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει 2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • περιπεπλεγμένος — Α επίρρ. 1. με περίπλοκο τρόπο 2. σε στενό εναγκαλισμό, περιπλέγδην* 3. (κατά το λεξ. Σούδα) σε σπείρες, με ελικοειδή τρόπο, σπειρηδόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. περιπεπλεγμένος τού παθ. παρακμ. τού περιπλέκω] …   Dictionary of Greek

  • περιπλοκάδην — Α επίρρ. περιπλέγδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλοκή / περιπλέκω + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. περιφορ άδην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”